- συναγώνισμα
- συναγώνισμαsuccour in a contestneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναγώνισμα — τὸ, Α [συναγωνίζομαι] 1. βοήθεια, σύμπραξη σε αγώνα 2. υποστήριξη … Dictionary of Greek
συναγωνισμάτων — συναγώνισμα succour in a contest neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)